κέρματ'

κέρματ'
κέρματα , κέρμα
fragment
neut nom/voc/acc pl
κέρματι , κέρμα
fragment
neut dat sg
κέρματε , κέρμα
fragment
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερμίον — κερμίον, τὸ (Α) κερμάτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. σχηματισμός από το θ. τής ονομαστικής: < κέρμα + υποκορ. κατάλ. ίον, αντί κερμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”